- ὑσγινόσημος
- ὑσγῐνόσημος, ον,A with crimson stripes, only in the form [full] ισγινοσγμων (gen. pl.), Edict.Diocl.29.36, al.; isginosema, ib.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υσγινόσημος — ον, Α αυτός που έχει ραβδώσεις με έντονο κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «φυτική βαφή ανοιχτού κόκκινου χρώματος» + σημος (< σῆμα), πρβλ. χρυσό σημος] … Dictionary of Greek